ἐναποσβέννυμι
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
aor. -έσβεσα, quench in a thing, Hp.Mul.1.78; τὴν θερμότητα Arist. Pr.937b13; τι ὕδατι Gal.14.377; δᾷδας γλεύκει Gp.7.12.8:—Pass., Arist.Mete.369b16, Cass.Pr.31, Hld.1.15.
Spanish (DGE)
1 tr. apagar materiales inflamados o incandescentes τοὺς λίθους ref. las brasas empleadas en una fumigación, Hp.Mul.1.75, σίδηρον πυρακτώσας ἐναπόσβεσον ὕδατι Gal.14.377
•extinguir τὴν θερμότητα Arist.Pr.937b13.
2 intr. en v. med.-pas. apagarse, extinguirse πῦρ Arist.Mete.369b16, cf. Hld.2.3.2, ἐναποσβεσθείσης τιτάνου πεφαρμαγμένος (οἶνος) vino emponzoñado con cal muerta Afric.Cest.1.2.110, fig. ἐναπεσβέσθη τὰ τῆς ἐπιθυμίας Hld.1.15.8, τῷ θανάτῳ ἡ δύναμις Gr.Nyss.Apoll.137.13.
German (Pape)
[Seite 828] (s. σβέννυμι), darin auslöschen, Arist. meteorl. 2, 8 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποσβέννῡμι: (в чем-л.)
1 гасить (πῦρ ἐναποσβεννύμενον Arst.);
2 охлаждать (τὸ ὕδωρ ἐναπέσβεσε τὴν θερμότητα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσβέννῡμι: ἀόρ. -έσβεσα, ἀποσβεννύω τι ἔν τινι, τὴν θερμότητα Ἀριστ. Προβλ. 24. 17, 1: ‒ Παθ., ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 9, 10, Ἡλιόδ. 1. 15. ‒ Ρημ. ἐπίθ. -σβεστέον = δεῖ ἐναποσβέσαι, Κλήμ. Ἀλ. 204.
Greek Monolingual
ἐναποσβέννυμι (AM)
σβήνω κάτι μέσα σε κάτι ή με κάτι άλλο, εξαλείφω.