ἐντραπεζίτης

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρᾰπεζίτης Medium diacritics: ἐντραπεζίτης Low diacritics: εντραπεζίτης Capitals: ΕΝΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ
Transliteration A: entrapezítēs Transliteration B: entrapezitēs Transliteration C: entrapezitis Beta Code: e)ntrapezi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ: fem. ἐντρανῖτις, ιδος, parasite, Suid., Zonar.

German (Pape)

[Seite 858] ὁ, u. fem. ἐντραπεζῖτις, ιδος, = παράσιτος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρᾰπεζίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ίτιδος, παράσιτος, «ἐντραπεζίτιδος, παρασίτου» Σουΐδ., Ζωναρ. σ. 770.

Greek Monolingual

ἐντραπεζίτης, ο, ἐντραπεζῖτις, η (Μ)
παράσιτος
1. άνθρωπος που με ταπεινά μέσα εξασφαλίζει τη συντήρησή του από άλλον
2. ομοτράπεζος, που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλον.