ἐντραπεζίτης
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ: fem. ἐντρανῖτις, ιδος, parasite, Suid., Zonar.
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, u. fem. ἐντραπεζῖτις, ιδος, = παράσιτος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρᾰπεζίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ίτιδος, παράσιτος, «ἐντραπεζίτιδος, παρασίτου» Σουΐδ., Ζωναρ. σ. 770.
Greek Monolingual
ἐντραπεζίτης, ο, ἐντραπεζῖτις, η (Μ)
παράσιτος
1. άνθρωπος που με ταπεινά μέσα εξασφαλίζει τη συντήρησή του από άλλον
2. ομοτράπεζος, που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλον.