ἐξορκόω
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
earlier form of ἐξορκίζω, administer an oath to one, c. acc. pers., or abs., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Foed. ap. Th.5.47, cf. D.21.65, IG22.1174.15: c. fut. inf., ib.2.841b35: followed by ἦ μήν (Ion. ἦ μέν) Hdt.3.133,4.154: later, c. pres. inf., J.AJ9.7.4: c. acc. pers. et rei, make one swear by, ἐ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕσωρ Hdt.6.74.
German (Pape)
[Seite 887] schwören lassen, vereidigen, die üblichere Form für ἐξορκίζω, τινά, Her. 3, 133. 4, 154; ὀμνύντων ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἀρχαί· ἐξορκούντων δὲ οἱ πρυτάνεις Thuc. 5, 47; Dem. 59, 78 u. A.; τὸ Στυγὸς ὕδωρ, bei der Styr, Her. 6, 74.
French (Bailly abrégé)
ἐξορκῶ :
faire prêter serment ; ἐξ. τινα avec l'inf. fut. faire jurer que ; ἐξ. τινα τὸ Στυγὸς ὕδωρ HDT faire jurer qqn par l'eau du Styx.
Étymologie: ἐξ, ὁρκόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορκόω: обязывать клятвой, заставлять (по)клясться (τινα Her., Dem., Plut.): Ἀθήνησιν ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Thuc. в Афинах пусть пританеи приводят к присяге (членов совета и городские власти); ἐ. τινα τὸ Στυγὸς ὕδωρ Her. заставить кого-л. поклясться водой Стикса.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορκόω: ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ἐξορκίζω (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· συχνάκις ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., κάμνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕδωρ ὁ αὐτὸς 6. 74.
Greek Monotonic
ἐξορκόω: μέλ. -ώσω, ορκίζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον να δώσει όρκο, με αιτ. προσ., ή απόλ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις, παρά Θουκ., Δημ.· ακολουθ. από ἦ μήν (Ιων. ἦ μέν) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε κάτι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to swear a person, administer an oath to one, c. acc. pers., or absol., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Foed. ap. Thuc., Dem.; followed by ἦ μήν (ionic ἦ μέν) c. inf. fut., Hdt., etc.: c. acc. rei, to make one swear by a thing, Hdt.
Lexicon Thucydideum
iusiurandum accipere, to administer an oath, 5.47.9,
Ibid. ter. in the same place a third time