ἐξουσιαστής

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουσιαστής Medium diacritics: ἐξουσιαστής Low diacritics: εξουσιαστής Capitals: ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: exousiastḗs Transliteration B: exousiastēs Transliteration C: eksousiastis Beta Code: e)cousiasth/s

English (LSJ)

ἐξουσιαστοῦ, ὁ, mighty one, person in authority, LXX Is.9.6(5), Cat.Cod.Astr.5(3).86, PGen.53.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, der Machthaber, LXX. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουσιαστής: -οῦ, ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν, θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης Ἑβδ. (Ἡσαΐας Θ΄, 6), Σύμμ. ἐν Ἱερ. ΝΑ΄, 46, κλ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εξουσιάστρια) (AM ἐξουσιαστής)
αυτός που έχει όλη την εξουσία, που ασκεί πλήρη εξουσία («Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που εξουσιάζει κάποιον ή κάτι («εκηρύχθησαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι», «ἐξουσιαστὴς εἰς τὴν ἐμὴν ἀγάπην «).