ἐπιληΐς

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιληΐς Medium diacritics: ἐπιληΐς Low diacritics: επιληΐς Capitals: ΕΠΙΛΗΪΣ
Transliteration A: epilēḯs Transliteration B: epilēis Transliteration C: epiliis Beta Code: e)pilhi/+s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, λείἀ obtained as booty or plunder, gained in war, πόλεις X.HG3.2.23.

German (Pape)

[Seite 958] ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
adj. f.
conquise comme butin, càd par le droit de la guerre.
Étymologie: ἐπί, λεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιληΐς: ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный (πόλεις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιληΐς: ΐδος, ἡ, (λεία) ἡ ληφθείσα ὡς λεία ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.

Greek Monotonic

ἐπιληΐς: -ΐδος, ἡ (λεία), αυτή που έχει ληφθεί ως λεία, που έχει κατακτηθεί ως λάφυρο, σε Ξεν.