ἐποχεύω
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
of the male animal, spring upon, cover, Arist.GA741a31:—Med., couple with, θερμὸν δ' ἐποχεύετο θερμῷ Emp.90 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1011] wieder bespringen, von männlichen Tieren, Arist. gen. anim. 2, 5; übertr., sich verbinden, θερμὸν ἐποχεύετο θερμῷ Empedocl. 158.
Russian (Dvoretsky)
ἐποχεύω:
1 (о животных), покрывать, спариваться, Arst.;
2 med. соединяться, сочетаться (τινί Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχεύω: ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιπηδῶ, ὀχεύω, βατεύω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 6. Μέσ., συνδυάζομαι, ἑνοῦμαι, θερμὸν δ’ ἐποχεύετο θερμῷ Ἐμπεδ. παρὰ Μακροβ. 7. 5.
Greek Monolingual
ἐποχεύω (Α)
1. (για αρσενικό) βατεύω, οχεύω, πηδώ.
2. (για υγρό) ανακατώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχεύω «επιβαίνω»].