ἐράνησις

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰνησις Medium diacritics: ἐράνησις Low diacritics: εράνησις Capitals: ΕΡΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: eránēsis Transliteration B: eranēsis Transliteration C: eranisis Beta Code: e)ra/nhsis

English (LSJ)

v. ἐράνισις.

Greek Monolingual

ἐράνησις, ἡ (Α)
φρ. «ἐράνησις προβάτων» — το να τρέφει κάποιος πρόβατα, το να είναι βοσκός προβάτων.