ἐράνησις
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Full diacritics: ἐρᾰνησις | Medium diacritics: ἐράνησις | Low diacritics: εράνησις | Capitals: ΕΡΑΝΗΣΙΣ |
Transliteration A: eránēsis | Transliteration B: eranēsis | Transliteration C: eranisis | Beta Code: e)ra/nhsis |
v. ἐράνισις.
ἐράνησις, ἡ (Α)
φρ. «ἐράνησις προβάτων» — το να τρέφει κάποιος πρόβατα, το να είναι βοσκός προβάτων.