ἐρίκτυπος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίκτῠπος Medium diacritics: ἐρίκτυπος Low diacritics: ερίκτυπος Capitals: ΕΡΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: eríktypos Transliteration B: eriktypos Transliteration C: eriktypos Beta Code: e)ri/ktupos

English (LSJ)

ἐρίκτυπον, loud-sounding, of Poseidon, Hes.Th.456,930.

German (Pape)

[Seite 1029] sehr tosend, Poseidon, Hes. Th. 441 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, κτύπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίκτῠπος: сильно грохочущий, многошумный (Ποσειδῶν Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίκτῠπος: -ον, ὁ μέγαν κτύπον ποιῶν, Ποσειδῶν Ἡσιόδ. Θ. 456. 930.

Greek Monolingual

ἐρίκτυπος, -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κτύπος.

Greek Monotonic

ἐρίκτῠπος: -ον, αυτός που κάνει δυνατό ήχο, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐρί-κτῠπος, ον
loud-sounding, Hes.