ἐργαστηριακός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἐργαστηριακή, ἐργαστηριακόν, practising a handicraft, ἄνθρωποι Plb.38.12.5: -κοί, οἱ, work-people, D.S.31.25.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐργαστηριακός, -ή, -όν) εργαστήριο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε εργαστήριο («εργαστηριακή έρευνα»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασία («πλῆθος ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργαστηριακόν
φόρος που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί.