ἐριβριθής

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρῑθής Medium diacritics: ἐριβριθής Low diacritics: εριβριθής Capitals: ΕΡΙΒΡΙΘΗΣ
Transliteration A: eribrithḗs Transliteration B: eribrithēs Transliteration C: erivrithis Beta Code: e)ribriqh/s

English (LSJ)

ἐριβριθές, very heavy, Opp.H.5.636.

German (Pape)

[Seite 1028] ές, sehr schwer, gewichtig, μολίβου χύσις Opp. H. 5, 636.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρῑθής: -ες, λίαν βαρύς, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 636.

Greek Monolingual

ἐριβριθής, -ές (Α)
ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βριθής (< βρίθος)].