ἐχιόδηκτος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ἐχιόδηκτον, = ἐχιδνόδηκτος, Dsc.1.13,al., Gp.12.30.1; v.l. for ἐχεό-, Str.13.1.14.
German (Pape)
[Seite 1126] = ἐχιδνόδηκτος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιόδηκτος: -ον, = ἐχιδνόδηκτος, Στράβ. 588, Διοσκ. Νόθ. 1. 103.
Greek Monolingual
ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνόδηκτος, οφιόδηκτος].