ἑπταετής

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπταετής Medium diacritics: ἑπταετής Low diacritics: επταετής Capitals: ΕΠΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: heptaetḗs Transliteration B: heptaetēs Transliteration C: eptaetis Beta Code: e(ptaeth/s

English (LSJ)

ἑπταετές,
A = ἑπτέτης, seven years old, v.l. in Hp.Prog.19, v.l. for ἑπτέτης in Pl.Grg. 471c: as fem., IG14.1935, Arr.Ind.9.1: regul. fem. ἑπταέτις, ιδος, ἡ, Amyntas Epigr.Oxy.662.30: as adjective, ἑ. ἡλικία Ph.1.393.
II parox. ἑπταέτης, ες, of seven years: neut. ἑπτάετες, as adverb, for seven years, Od. 3.304,7.259.

German (Pape)

[Seite 1012] ές, Sp. auch ἑπταέτης, ου, siebenjährig, Plat. Gorg. 471 c u. Folgde; ἑπτάετες, adv., sieben Jahre lang, Od. 3, 305. 7, 259. 14, 285. Vgl. ἑπτέτης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
âgé de sept ans, qui dure sept ans.
Étymologie: ἑπτά, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰετής: семилетний Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταετής: -ές, = ἑπτέτης, ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίας, Ἱππ. Προγν. 43, Πλάτ. Γοργ. 417C: - έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 153. ΙΙ. παροξ. ἑπταέτης, ες, ἑπτὰ ἐτῶν˙ οὐδ. ἑπτάετες, ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη, Ὀδ. Γ. 305, Η. 259.

Greek Monolingual

-ές (AM ἑπταετής, -ές, Α και ἑπταετής, ἑπταέτις, ἑπταετές)
1. ηλικίας επτά ετών
2. διάρκειας επτά ετών
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἑπταετές
επί επτά έτη, για επτά ολόκληρα χρόνια.

Greek Monotonic

ἑπταετής: -ές,
I. = ἑπτέτης, επτάχρονος, σε Πλάτ.· θηλ. -έτις, -ιδος, σε Ανθ.
II. παροξ., ἑπταέτης, -ες, επτάχρονος· ουδ., ἑπτάετες, ως επίρρ., για εφτά χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἑπτα-ετής, ές = ἑπτέτης,]
seven years old, Plat.:—fem. -έτις, ιδος, Anth.