ἔκβιος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβῐος Medium diacritics: ἔκβιος Low diacritics: έκβιος Capitals: ΕΚΒΙΟΣ
Transliteration A: ékbios Transliteration B: ekbios Transliteration C: ekvios Beta Code: e)/kbios

English (LSJ)

ἔκβιον, deprived of life, Artem.4.32.

Spanish (DGE)

-ον
privado de la vida, sin vida ἔκβιον σε ποιήσω c. juego de palabras sobre βίοςvida’ y βίοςmedio de vida’, Artem.4.32, cf. Sch.Od.11.134, dud. en SEG 26.1809.2 (Egipto, imper.).

German (Pape)

[Seite 754] entseelt, ποιεῖν τινά Artemid. 4, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβῐος: -ον, ὁ ἐστερημένος τοῦ βίου, ἐγώ σε ἔκβιον ποιήσω, ἔξω τοῦ βίου ποιήσω, τοῦτ’ ἔστιν ἀποκτενῶ, Ἀρτεμίδ. 4. 32, Ἐτυμ. Μ. σ. 323, 44.

Greek Monolingual

ἔκβιος, -ον (Α)
αυτός που χάνει τη ζωή του.