ἔκπτωμα
English (LSJ)
ἐκπτώματος, τό,
A dislocation, Hp.Art.28.
II collapse of a dam, PTeb.72.78 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
ἐκπτώματος, τό
I 1medic. dislocación, luxación Hp.Off.23, Mochl.4, de la mano, Hp.Art.28, ἐκπτώματα ... ἐπὶ τῶν ἐξηρθρηκότων Gal.18(2).887.
2 caída, hundimiento περιχώματος PTeb.72.78 (II a.C.).
II fig. error, fallo βροτῶν Gr.Naz.M.37.1429A.
German (Pape)
[Seite 777] τό, das ausgefallene, ausgerenkte Glied, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπτωμα: τό, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796.
Greek Monolingual
ἔκπτωμα, το (Α)
1. εξάρθρωση
2. κατάρρευση αναχώματος.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang