ἡδομένως
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
Adv. of ἥδομαι, with joy, gladly, πράττειν τι X. Cyr. 8.4.9.
German (Pape)
[Seite 1152] adv. zum part. praes. von ἥδομαι, gern, Xen. Cyr. 8, 4, 9, dem προθύμως entsprechend.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec plaisir.
Étymologie: ἥδομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἡδομένως: с радостью, с удовольствием, охотно Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδομένως: ἐπίρρ. τοῦ προηγ., ἀσμένως, μετὰ χαρᾶς, εὐχαρίστως, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 9.
Greek Monolingual
ἡδομένως (Α)
επίρρ. ευχαρίστως, με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ηδόμενος του ρ. ήδομαι «χαίρομαι, ευφραίνομαι»].
Greek Monotonic
ἡδομένως: επίρρ. του προηγ., ευχαρίστως, με χαρά, ευτυχία, σε Ξεν.