ἡλικιῶτις
From LSJ
Middle Liddell
ἡλικιῶτις, ἡλικιώτιδος: Fem. of ἡλικιώτης, Luc.; ἡλικιῶτις ἱστορία contemporary history, Plut.
German (Pape)
[Seite 1162] ἡλικιώτιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Gespielinn, Luc. D. Har. 15, 2; ἡλικιῶτις ἱστορία, die Geschichte seiner Zeit, Plut. Pericl. 13; τὴν εὕρεσιν τῶν γραμμάτων τοῖς πρώτοις βασιλεῦσιν ἡλικιώτιδα γενέσθαι, fallen in dieselbe Zeit mit den ersten Königen, D. Sic. 1, 9; πράξεις ἡλικιώτιδες, in gleichem Alter verrichtete, 1, 58.
Russian (Dvoretsky)
ἡλικιῶτις: ἡλικιώτιδος adj. f
1 современная (ἱστορία Plut.);
2 совершенная в том же или в одинаковом возрасте (πράξεις Diod.).
ἡλῐκιῶτις: ιδος ἡ ровесница, сверстница Luc., Plut.
French (Bailly abrégé)
ἡλικιώτιδος
adj. f. de ἡλικιώτης.