ἡμίσεα

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίσεα:
I τά adv. наполовину Plat.
II τά половина (ἄρτων Xen.; τῆς χορείας Plat.): τὰ μὲν ἡ. φιλόπονος, τὰ δε ἡ. ἄπονος Plat. с одной стороны прилежный, с другой же ленивый.