ἡμεράλωψ
From LSJ
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, ἡ, hemeralops. Opposite nyctalops.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεράλωψ: ὁ, ἡ, ἀντιθ. νυκτάλωψ, ὃ ἴδε, Γαλην. Εἰσαγ. 768.
Greek Monolingual
ο, η (Α ημεράλωψ)
αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως της ημέρας ελαττώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + παρέκταση -αλ- κατ' αναλογία προς το νυκτ-άλ-ωψ + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)].