ἱεραπόλος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱπόλος Medium diacritics: ἱεραπόλος Low diacritics: ιεραπόλος Capitals: ΙΕΡΑΠΟΛΟΣ
Transliteration A: hierapólos Transliteration B: hierapolos Transliteration C: ierapolos Beta Code: i(erapo/los

English (LSJ)

ὁ, (τέλλω) chief priest, Pi. Parth.1.6, IG14.256 (Gela), 5(1).29 (Sparta): ἱερηπόλος TAM2(1).174E9 (Sidyma).

English (Slater)

ῐερᾱπόλος, -ον chief priest μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 6.

Greek Monolingual

ἱεραπόλος και ἱερηπόλος, ὁ (Α)
ανώτατος ιερέας σε ορισμένες ελληνικές πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πόλος «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»< πέλω / πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, θεηπόλος). Ο τ. αντί ιεροπόλος με -- και -η-προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων].