ἱερόδακρυς
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
υ, gen. υος, epithet of λίβανος, with hallowed tears or gum, Melanipp. 1.
German (Pape)
[Seite 1241] υος, λίβανος, heilige Thräne, Melanippds. bei Ath. XIV, 651 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόδακρῠς: ῠ, γεν. -υος, ἐπίθ. τοῦ λιβάνου, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἱερῶν δακρύων, ἱερόδακρυν λίβανον Μελανιππίδης παρ’ Ἀθην. 651F (Μελανιππ. Ἀποσπ. 1).
Greek Monolingual
ἱερόδακρυς, -υ (Α)
(για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρόδακρυς, πολύδακρυς].