ἱλαρῳδός
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (ᾠδή) singer of joyous (not 'comic') songs, Aristocl.Hist.8:—hence ἱλαρῳδέω, Id.7; ἱλᾰρ-ωδία, Aristox.Fr.Hist.58, cf. Ath.14.621c.
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, Dichter u. Sänger lustiger Lieder, Ath. XV, 697 d, vgl. XIV, 621 c.
Greek Monolingual
ἱλαρῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. του ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελωδός, τραγωδός].