ἱματηγός
From LSJ
English (LSJ)
ἱματηγόν, loaded with apparel, ναῦς Thphr. De Lapidibus 68.
German (Pape)
[Seite 1252] Kleider führend, ναῦς Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτηγός: -όν, ὁ φέρων, μεταφέρων ἱμάτια, ναῦς Θεόφρ. π. Λίθ. 68.
Greek Monolingual
ἱματηγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ηγός (< ἄγω, με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχηγός, κυνηγός].