ἱστόποδες

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστόποδες Medium diacritics: ἱστόποδες Low diacritics: ιστόποδες Capitals: ΙΣΤΟΠΟΔΕΣ
Transliteration A: histópodes Transliteration B: histopodes Transliteration C: istopodes Beta Code: i(sto/podes

English (LSJ)

οἱ, = κελέοντες, the long beams of the loom, between which the web was stretched, AP7.424 (Antip.Sid.): sg., Eub.145,POxy.264.5 (i A.D.).

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
bâtons pour tendre l'étoffe sur le métier.
Étymologie: ἱστός, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστόποδες: οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ ὕφασμα διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β.

Greek Monotonic

ἱστόποδες: οἱ (πούς), μακριά δοκάρια καταρτιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

πούς
the long beams of the loom, Anth.