ὀκτώπους
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
ὀκτώπουν,
A = ὀκτάπους, as substantive, = σκορπίος, -πουν ἀνεγείρεις Cratin.77: acc. pl. ὀκτώπους (dub. sens.) prob. in PCair.Zen.510 (iii B. C.).
II eight feet long, IG12.313.90; of eight square feet, χωρίον Pl.Men.82e, 83a.
German (Pape)
[Seite 318] = ὀκτάπους; τὸ ὀκτώπουν χωρίον, Plat. Men. 82 e; ὀκτώπουν ἀνεγείρεις, Cratin. bei Phot. u. Suid., für σκορπίος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ώποδος
1 long, large de huit pieds;
2 ὁ ὀκτώπους, qui marche sur huit pieds, càd le scorpion, animal.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὀκτώπους: 2, gen. ποδος протяжением в восемь футов, восьмифутовый (χωρίον Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὀκτάπους, Κρατῖν. ἐν «Θράτταις» 10· ὡς οὐσιαστ. ἀντὶ σκορπίος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 26. ΙΙ. ὁ ἔχων μῆκος, πλάτος ἢ ὕψος ὀκτὼ ποδῶν, Πλάτ. Μένων 82Ε, 83Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 33, κτλ.
Greek Monolingual
ὀκτώπους, -ουν (Α)
βλ. οκτάπους.
Greek Monotonic
ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.