ὀνηλάτης

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνηλάτης Medium diacritics: ὀνηλάτης Low diacritics: ονηλάτης Capitals: ΟΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: onēlátēs Transliteration B: onēlatēs Transliteration C: onilatis Beta Code: o)nhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) donkey-driver, muleteer, muleskinner, mule skinner, mule-driver, mule driver Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, PLond.1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.

German (Pape)

[Seite 346] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ânier.
Étymologie: ὄνος, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνηλάτης: ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης)
οδηγός όνων, ονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.

Middle Liddell

ὀν-ηλᾰ́της, ου, ὁ, ἐλαύνω
a donkey-driver, Dem.