ὀξυλαβής
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ὀξυλαβές, quick at seizing, of the eagle, Arist.HA619b29.
German (Pape)
[Seite 353] ές, schnell fassend, ergreifend, Arist. H. A. 9, 34, vom Adler.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠλᾰβής: быстро хватающий, хваткий (ἀετός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠλᾰβής: -ές, ὁ ταχὺς εἰς τὸ λαμβάνειν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3. ― ὀξύλᾰβος, ον, Εὐστ. 1753. 50.
Greek Monolingual
ὀξυλαβής, -ές (Α)
(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -λαβής (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαβ-ον), πρβλ. μεσολαβής].