ὀρυγμός

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρυγμός Medium diacritics: ὀρυγμός Low diacritics: ορυγμός Capitals: ΟΡΥΓΜΟΣ
Transliteration A: orygmós Transliteration B: orygmos Transliteration C: orygmos Beta Code: o)rugmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A = ὄρυγμα, excavation, trench, ditch, moat, tunnel, mine, pit Inscr.Prien.363.18 (iv B. C.).
II ὄρυγμος· βρυχόμενος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 388] ὁ, als Stammform zu ὀρυμαγδός von den Gramm. angenommen.

Greek Monolingual

ὀρυγμός, ὁ (Α) ορύσσω
βαθιά σκαμμένο μέρος του εδάφους, όρυγμα.