ὀχευτικός

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχευτικός Medium diacritics: ὀχευτικός Low diacritics: οχευτικός Capitals: ΟΧΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ocheutikós Transliteration B: ocheutikos Transliteration C: ocheftikos Beta Code: o)xeutiko/s

English (LSJ)

ὀχευτική, ὀχευτικόν, salacious, of animals, Arist.Long.466b7; of birds, Id.HA564b11 sq.; of human beings, Ptol.Tetr.64: Comp., Thphr. Fragmenta 183. Adv. ὀχευτικῶς, ἔχειν Hsch. s.v. ὀχῶν.

German (Pape)

[Seite 429] zum Bespringen geschickt, brünstig, geil, Arist. gener. anim. 3, 1, u. Sp., auch adv.

Russian (Dvoretsky)

ὀχευτικός: похотливый (ὄρνιθες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχευτικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ ἐπιτήδειος πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9., 3. 1, 6 κἑξ.· -ικώτερος, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 391Ε.

Greek Monolingual

ὀχευτικός, -ή, -όν (Α) οχευτής
1. (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή
2. ο επιτήδειος στην οχεία ή αυτός που έχει την τάση να οχεύει
3. (για πρόσ. και ζώα) λάγνος.
επίρρ...
ὀχευτικῶς (Α)
με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή.