ὁλομερής
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ὁλομερές, in entire parts, in large or whole pieces, κρέα D.S.5.28, Dsc.5.75. Adv. ὁλομερῶς Arist. ap. D.L.5.28.
German (Pape)
[Seite 326] ές, zu ganzen Teilen, in ganzen, großen Stücken, D. Sic. – Adv. ὁλομερῶς, Arist. bei D. L. 5, 28.
Russian (Dvoretsky)
ὁλομερής: со всеми частями, цельный, целый, неповрежденный Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλομερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀκεραίων ἢ ἐκ μεγάλων μερῶν, Διόδ. 5. 28· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 28. Ἐντεῦθεν ὁλομέρεια, ἡ, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 89, 14.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁλομερής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος
αρχ.
αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη.
επίρρ...
ολομερώς (Α ὁλομερῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ομοιομερής].