ὁλόκαρπος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκαρπος Medium diacritics: ὁλόκαρπος Low diacritics: ολόκαρπος Capitals: ΟΛΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: holókarpos Transliteration B: holokarpos Transliteration C: olokarpos Beta Code: o(lo/karpos

English (LSJ)

ὁλόκαρπον, brought as a whole offering, θυσία Ph.1.668.

Greek Monolingual

ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].