ὁπλάριον
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of ὅπλον, IG11(2).190 A23 (Delos, iii B. C.), Supp.Epigr.4.447.44(Didyma, ii B. C.), Plu.Flam.17, IGRom.4.1318 (Tamasus, Lydia).
German (Pape)
[Seite 359] τό, dim. von ὅπλον, bes. kleiner Schild, Plut. Flam. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite arme.
Étymologie: ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλάριον: (ᾰ) τό небольшой щит Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὅπλον, Πλουτ. Φλαμ. 17.
Greek Monolingual
ὁπλάριον, τὸ (Α) όπλο
μικρό όπλο.
Greek Monotonic
ὁπλάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ὅπλον, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὁπλᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of ὅπλον, Plut.]