ὄθριξ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
gen. ὄτρῐχος, poet. for ὁμόθριξ, ὁ, ἡ, with like hair, ἵπποι Il. 2.765, prob. l. for ὁμότριχας, Sophr.52.
German (Pape)
[Seite 296] ὄτριχος, p. = ὁμόθριξ, mit gleichem Haare, Il. 2, 765, ὄτριχες ἵπποι.
French (Bailly abrégé)
ὄτριχος (ὁ, ἡ)
à chevelure ou crinière semblable.
Étymologie: préf. ὀ-, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
ὄθριξ: ὄτρῐχος adj. с одинаковой шерстью, одинаковой масти (ὄτριχες ἵπποι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. ἀντὶ ὁμόθριξ, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Ἰλ. Β. 765.
Greek Monotonic
ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. αντί ὁμό-θριξ, ὁ, ἡ, αυτός που έχει όμοιες τρίχες, μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: with the same hair (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: ὀ- and θρίξ.
Grammatical information: adj.
Meaning: with the same hair (Il.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὄ- and θρίξ.