ὄσυρις
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
v. ὄσιρις.
German (Pape)
[Seite 401] ἡ, eine Pflanze, wahrscheinlich = χηνοπόδιον, welches die Neugriechen ἄξυρις nennen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄσυρις: ἡ, φυτόν τι, Διοσκ. 4. 143, Πλίν. 27. 88, - ὅπερ ὁ Sprengel ταυτίζει πρὸς τὸ Osyris alba· ὁ δὲ Schneider πρὸς τὸ Linaria vulgaris· ἄλλοι δὲ πρὸς τὸ Chenopodium. - Πρβλ. ὀσιρίτης.