ὑγροπόρος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροπόρος Medium diacritics: ὑγροπόρος Low diacritics: υγροπόρος Capitals: ΥΓΡΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: hygropóros Transliteration B: hygroporos Transliteration C: ygroporos Beta Code: u(gropo/ros

English (LSJ)

ον, = ὑγροκέλευθος, Nonn. D. 10.123, 23.182, 25.67, 42.118, Orph. H. 51.2.

German (Pape)

[Seite 1171] durchs Nasse, durchs Wasser gehend, δαίμονες Nonn. D. 10, 123.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui marche dans l'eau, qui s'avance à travers les eaux.
Étymologie: ὑγρός, πορεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροπόρος: -ον, = ὑγροκέλευθος, Νόνν. Δ. 10. 123, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ὑγροπόρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. βραδυπόρος.