ὑμενώδης
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
English (LSJ)
ες,
A = ὑμενοειδής (membrane-like, membranous), πόροι Arist.HA514a32; ὑστέραι ib.510b23; πλεύμων Id.PA669a34; (μήτρα) Thphr.HP1.6.1; τύπος, σῶμα, Sor.1.57,82; σύνδεσμοι, τένων, etc., Gal.UP1.15, 2.7, al.
II of liquids, containing fibres, full of membranous substances or full of membranous fibres, οὖρον Hp.Coac.571.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμενώδης: [ῠ], ες, = ὑμενοειδής, πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι αὐτόθι 3. 1, 23· πλεύμων ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, πλήρης ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, οὖρον Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123.
Greek Monolingual
-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδής («υμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.
German (Pape)
[Seite 1178] ες, zsgzgn statt ὑμενοειδής, Arist. H. A. 1, 16.
Russian (Dvoretsky)
ὑμενώδης: Arst. = ὑμενοειδής (имеющий вид перепонки, пленочный).
Translations
membranous
Asturian: membranosu; Catalan: membranós; French: membraneux; Galician: membranoso; Greek: μεμβρανώδης; Ancient Greek: ὑμενοειδής, ὑμενώδης, δερματικός; Hungarian: membranózus; Irish: scannánach, sreabhnach; Italian: membranoso; Occitan: membranós; Polish: błoniasty, błonkowaty; Portuguese: membranoso; Russian: мембранный; Spanish: membranoso