ὑπερέκτισις
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
-εως, ἡ, payment for any one, Hsch., Glossaria (nisi leg. ὑπερέκτεισις).
German (Pape)
[Seite 1194] εως, ἡ, Bezahlung für Einen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέκτῐσις: -εως, ἡ, «ὑπερέκτισις· ὑπεραπότισις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α ὑπερεκτίνω
(κατά τον Ησύχ.) πληρωμή για χάρη άλλου.