ὑπεραναβαίνω

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραναβαίνω Medium diacritics: ὑπεραναβαίνω Low diacritics: υπεραναβαίνω Capitals: ΥΠΕΡΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hyperanabaínō Transliteration B: hyperanabainō Transliteration C: yperanavaino Beta Code: u(peranabai/nw

English (LSJ)

A pass over, cross, τὰς Ἄλπεις Zos.2.53.
2 rise above, τὸν ἀέρα Gal.19.172.
II metaph., transcend, c. acc., Eust. 18.25, Eustr. in EN32.36; ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον a transcendent or superior criterion, S.E.M.7.445.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. βαίνω), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραναβαίνω: досл. переходить, перен. превосходить: ὑπεραναβεβηκός τι Sext. нечто превосходное.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραναβαίνω: ὑπερβαίνω, περῶ ὑπεράνω τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβαίνω, εἶμαι ἀνώτερος, ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι ἔξοχος, ὑπέροχος, κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)
2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» — υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.).