ὑποβλητέος
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
English (LSJ)
α, ον,
A to be put under, γῆ φυτῷ ὑ. X.Oec.19.9.
II ὑποβλητέον one must put under, πίθῳ ἄμμον Gp.6.2.4, cf. Sor.2.46, Aët.7.26; one must cause to lie in the bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.14.
2 one must lay the foundation of, λόγον D.H.Rh.7.4.
German (Pape)
[Seite 1211] adj. verb. zu ὑποβάλλω, unterzulegen, Xen. oec. 19, 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὑποβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποβλητέος: adj. verb. к ὑποβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβλητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ ὑποβάλλῃ, ὑποβλητέα ἂν εἴη τῷ φυτῷ γῆ Ξεν. Οἰκ. 19. 9. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ὑποβάλλῃ, νὰ θέσῃ ὑποκάτω, ὑποβλητέον ἑκάστῳ πίθῳ ἄμμον Γεωπον. 6. 2, 4. 2)πρέπει τις νὰ καταθέσῃ τὰ θεμέλιά τινος, μετ’ αἰτ. πράγμ., Διονυσ. Ἁλ. Τέχν. Ρημ. 4.
Greek Monotonic
ὑποβλητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποβληθεί, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑποβλητέος, η, ον, verb. adj. from ὑποβάλλω
to be put under, Xen.