ὑπογνάμπτω
From LSJ
English (LSJ)
bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.
German (Pape)
[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.
French (Bailly abrégé)
courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογνάμπτω: досл. сгибать, перен. подавлять (φρεσὶν ψυχῆς ὁρμήν HH).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.
Greek Monolingual
Α
μτφ. κάνω κάτι να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
ὑπογνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.