ὑποπεπτωκότως

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπεπτωκότως Medium diacritics: ὑποπεπτωκότως Low diacritics: υποπεπτωκότως Capitals: ΥΠΟΠΕΠΤΩΚΟΤΩΣ
Transliteration A: hypopeptōkótōs Transliteration B: hypopeptōkotōs Transliteration C: ypopeptokotos Beta Code: u(popeptwko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of ὑποπίπτω, submissively, ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.

German (Pape)

[Seite 1228] adv. part. perf. act. zu ὑποπίπτω, demütig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπεπτωκότως: [adv. от part. pf. к ὑποπίπτω униженно (ὑ. καὶ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπεπτωκότως: ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ ὑποπίπτω, ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ' επέκτ., με χαμέρπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].