ὑπόχειρ

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχειρ Medium diacritics: ὑπόχειρ Low diacritics: υπόχειρ Capitals: ΥΠΟΧΕΙΡ
Transliteration A: hypócheir Transliteration B: hypocheir Transliteration C: ypocheir Beta Code: u(po/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ, = ὑποχείριος (under the hand, in hand, under hand, under control, under command, subject, into one's power, well in hand, in the power, in captivity), S. El. 1092 (lyr., Musgr. for ὑπὸ χεῖρα).

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
c. ὑποχείριος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχειρ: adj. Soph. = ὑποχείριος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπόμ., Σοφ. Ἠλ. 1092 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντὶ ὑπὸ χεῖρα).

Greek Monolingual

-ος, ὁ, ἡ, Α
υποχείριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ὑπέρ-χειρ].

Greek Monotonic

ὑπόχειρ: ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.