Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὕλαγμα

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕλαγμα Medium diacritics: ὕλαγμα Low diacritics: ύλαγμα Capitals: ΥΛΑΓΜΑ
Transliteration A: hýlagma Transliteration B: hylagma Transliteration C: ylagma Beta Code: u(/lagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, bark or yelp of a dog, κυνῶν ὑλάγματα E.IT 293: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν, of angry words, A.Ag.1631, cf. 1672 (troch.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάσσω.

German (Pape)

τό, das einzelne Anschlagen eines bellenden Hundes, Gebell; übertragen, Aesch. Ag. 1657, vgl. 1614; κυνῶν ὑλάγματα, Eur. I.T. 293; sp.D., wie Opp. Cyn. 2.456; übertragen im plur., unverschämte Reden, Aesch. a.a.O.

Russian (Dvoretsky)

ὕλαγμα: ατος (ῠ) τό (тж. pl.) лай (κυνῶν ὑλάγματα Eur.): μὴ προτιμήσῃς τῶνδ᾽ ὑλαγμάτων Aesch. не обращай внимания на (эту) брехню.

Greek (Liddell-Scott)

ὕλαγμα: [ῠ], τὸ γαύγυσμα κυνός, κυνῶν ὑλάγματα Εὐρ. Ι. Τ. 293· μεταφορ., νηπίοις ὑλάγμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1631, πρβλ. 1672.

Greek Monotonic

ὕλαγμα: [ῠ], -ατος, τό (ὑλάω), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., νηπίοις ὑλάγμασιν, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὕ˘λαγμα, ατος, τό, ὑλάω
the bark of a dog, Eur.: metaph., νηπίοις ὑλάγμασιν with idle snarlings, Aesch.