ῥαίστωρ

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαίστωρ Medium diacritics: ῥαίστωρ Low diacritics: ραίστωρ Capitals: ΡΑΙΣΤΩΡ
Transliteration A: rhaístōr Transliteration B: rhaistōr Transliteration C: raistor Beta Code: r(ai/stwr

English (LSJ)

κραντήρ, Hsch. ῥαιφάσσει· ἁγνεύει, Id.

Greek Monolingual

και ῥάστωρ Α
(κατά τον Ησύχ.) «κραντήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω «καταστρέφω, συνθλίβω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα -τωρ (πρβλ. ψαίστωρ)].