ῥυτίδωμα

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτῐδωμα Medium diacritics: ῥυτίδωμα Low diacritics: ρυτίδωμα Capitals: ΡΥΤΙΔΩΜΑ
Transliteration A: rhytídōma Transliteration B: rhytidōma Transliteration C: rytidoma Beta Code: r(uti/dwma

English (LSJ)

-ατος, τό, wrinkle, Sch.Ar.Pl. 1052, 1066.

German (Pape)

[Seite 854] τό, das Gerunzelte, runzliger Körper, Schol. Ar. Plut. 1051.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτίδωμα: τό, ῥυτίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1052, 1066.

Greek Monolingual

-ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ ῥυτιδῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμα
νεοελλ.
βοτ. το ξηρόφλοιο.