θεμιτεύω
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
= θεμιστεύω, celebrate according to ritual, ὄργια θεμιτεύων = keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).
German (Pape)
[Seite 1194] s. θεμιστεύω.
Russian (Dvoretsky)
θεμῐτεύω: справлять по установленным обычаям (ὄργια Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).