ἀμφιάζω: Difference between revisions
(T22) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[ἀμφιέζω]]) ([[ἀμφιέννυμι]]) [[perfect]] [[passive]] [[ἠμφίεσμαι]]; ([[ἕννυμι]]); (from [[Homer]] [[down]]); to [[put]] on, to [[clothe]]: R G; cf. [[ἀμφιέζω]]); ἐν τίνι (Buttmann, 191 (166)), Matthew 11:8. | |txtha=([[ἀμφιέζω]]) ([[ἀμφιέννυμι]]) [[perfect]] [[passive]] [[ἠμφίεσμαι]]; ([[ἕννυμι]]); (from [[Homer]] [[down]]); to [[put]] on, to [[clothe]]: R G; cf. [[ἀμφιέζω]]); ἐν τίνι (Buttmann, 191 (166)), Matthew 11:8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφιάζω]] (Α)<br />(μεταγενέστερο [[αντί]] του [[ἀμφιέννυμι]]) [[περιβάλλω]] με ενδύματα κάποιον ή [[κάτι]], [[ενδύω]], [[ντύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφὶ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άζω</i>, αναλογικά με τα ρ. σε -<i>άζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[ἀντιάζω]]). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς [[χρόνος]] τ. του ρ. [[ἀμφιέννυμι]]. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. [[ἀμφιέζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφίασις]], [[ἀμφίασμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
Plu.CG2 (v.l.): fut.
A -άσω Alciphr.3.42: aor. ἠμφίασα AP7.368 (Eryc.), OGI200.24 (Axum), Polyaen.1.27.2 (v.l.), (μετ-) Philostr.Her.Prooem.2: pf. ἠμφίακα (συν-) Clearch.25:—Med., fut. -άσομαι (μετ-) Luc.Herm.86 codd.: aor. ἠμφιασάμην Apollod. 2.1.2, etc.: pf. ἠμφίασμαι in med. sense (μετ-) D.S.16.11 (v.l.):— ἀμφιέζω is a common v.l.: (perh. from ἀμφί, as ἀντιάζω from ἀντί):— later word for ἀμφιέννυμι, ciothe, τινά Plu.l.c.; ἱματίοις τινά Alciphr. l.c.: metaph., of the grave, ὀστέα ἠμφίασεν APl.c.; σοφίαν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a:—Med., put on, ἀμφιάσασθαί τι LXXJb.40.10, Apollod. l. c.
German (Pape)
[Seite 136] umhüllen, Sp.; aor. ἠμφίασα, Eryc. 12 (VII, 368).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιάζω: Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι μετὰ μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - ἀμφιέζω εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. ἀμφί, ὡς τὸ ἀντιάζω ἐκ τῆς ἀντί). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιέννυμι, περιβάλλω τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. ἐνδύω, τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
vêtir.
Étymologie: cf. ἀμφιέννυμι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμφιέζω An.Ox.2.338, 339
• Morfología: [fut. ἀμφιάσω Alciphr.3.6.3; aor. ἠμφίασα AP 7.368 (Eryc.); aor. med. ἠμφιασάμην Apollod.2.1.2; fut. pas. ἀμφιασθήσ[ον] ται PMur.115.9 (II a.C.); subj. aor. pas. ἀμφιασθῇ Mac.Aeg.M.34.461A]
I 1vestir c. ac. de pers. y dat. instrum. ἀμφιάσει με ἱματίοις Alciphr.3.6
•c. ac. de pers. vestir, proporcionar vestidos ἀμφιάσαντες αὐτούς SB 6949.24 (IV a.C.), αὐτὴν ... ἀμφιάζεσθαι PIand.62.14 (VI a.C.), fig. τὸν χόρτον ... ὁ θεὸς ... ἀμφιάζει Eu.Luc.12.28
•c. ac. int. ἐσθῆτα ἀμφιάσαι Ach.Tat.5.17.10, cf. Polyaen.1.27.2
•pas. ἀμφιασθήσονται PMur.l.c., cf. 116 a 9.
2 fig. cubrir, revestir ὀστέα ... ἠμφίασεν de la tumba AP 7.368 (Eryc.), (σοφίαν) ἠμφίασεν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a, ὁ δὲ Θεὸς ... ἡμᾶς ... τῇ αὐτοῦ δόξῃ ἀμφιάσειεν Chrys.M.62.374.
II v. med.
1 vestirse, ponerse c. ac. int. ἐσθῆτας ἀμφιασάμενοι I.BI 7.131, σάκκους I.AI 10.11, στολισμὸν ἱερόν I.AI 19.314, τὴν ... δοράν Apollod.2.1.2.
2 fig. revestirse ἠμφιασάμην δὲ κρῖμα ἴσα διπλοΐδι LXX Ib.29.14, δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίεσαι LXX Ib.40.10.
• Etimología: Refección tardía de ἀμφιέννυμι sobre los verbos en -άζω.
English (Thayer)
(ἀμφιέζω) (ἀμφιέννυμι) perfect passive ἠμφίεσμαι; (ἕννυμι); (from Homer down); to put on, to clothe: R G; cf. ἀμφιέζω); ἐν τίνι (Buttmann, 191 (166)), Matthew 11:8.
Greek Monolingual
ἀμφιάζω (Α)
(μεταγενέστερο αντί του ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ- + -άζω, αναλογικά με τα ρ. σε -άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παραλλαγή του τ. έχουμε στο ρ. ἀμφιέζω.
ΠΑΡ. ἀμφίασις, ἀμφίασμα.