ἀμφιθέατρος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> adj. [[con asientos todo alrededor]], [[como un anfiteatro]] στοά D.H.3.68.3, ἱππόδρομος D.H.4.44.1, στάδιον <i>Laodicée</i> p.323.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[anfiteatro]], <i>IGR</i> 1.1024 (Berenice I a.C.), Str.5.3.8, 14.1.43, 17.1.10, I.<i>AI</i> 15.268, M.Ant.6.46, Arr.<i>Epict</i>.1.25.27, D.C.43.22.3, Procop.<i>Goth</i>.3.23.3.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> adj. [[con asientos todo alrededor]], [[como un anfiteatro]] στοά D.H.3.68.3, ἱππόδρομος D.H.4.44.1, στάδιον <i>Laodicée</i> p.323.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[anfiteatro]], <i>IGR</i> 1.1024 (Berenice I a.C.), Str.5.3.8, 14.1.43, 17.1.10, I.<i>AI</i> 15.268, M.Ant.6.46, Arr.<i>Epict</i>.1.25.27, D.C.43.22.3, Procop.<i>Goth</i>.3.23.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιθέατρος]], -ον (Α)<br />το [[σημείο]] ή ο [[τόπος]], από όπου μπορεί [[κανείς]] να βλέπει [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το [[αμφιθέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θέατρον]].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθέατρος Medium diacritics: ἀμφιθέατρος Low diacritics: αμφιθέατρος Capitals: ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟΣ
Transliteration A: amphithéatros Transliteration B: amphitheatros Transliteration C: amfitheatros Beta Code: a)mfiqe/atros

English (LSJ)

ον,

   A having seats for spectators all round, of the Roman circus, ἀ. ἱππόδρομος D.H.4.44:- also στοά Id.3.68; στάδιον IGRom.4.861 (Laodicea ad Lycum): esp. neut. as Subst., -θέατρον, τό, amphitheatre, IGRom.1.1024.27 (Berenice, i B.C.), Str.14.1.43, J.AJ15.8.1, Arr.Epict.1.25.27, Procop.Goth.3.23, etc.

German (Pape)

[Seite 139] ἱππόδρομος, eine amphitheatralische Rennbahn, Dion. Hal. 4, 44.

Spanish (DGE)

-ον
1 adj. con asientos todo alrededor, como un anfiteatro στοά D.H.3.68.3, ἱππόδρομος D.H.4.44.1, στάδιον Laodicée p.323.
2 subst. τὸ ἀ. anfiteatro, IGR 1.1024 (Berenice I a.C.), Str.5.3.8, 14.1.43, 17.1.10, I.AI 15.268, M.Ant.6.46, Arr.Epict.1.25.27, D.C.43.22.3, Procop.Goth.3.23.3.

Greek Monolingual

ἀμφιθέατρος, -ον (Α)
το σημείο ή ο τόπος, από όπου μπορεί κανείς να βλέπει προς κάθε κατεύθυνση
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφιθέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θέατρον.