ἀνεπιχείρητος: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido intentado]] τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas</i> Plu.2.1075d<br /><b class="num">•</b>[[inalterado]], [[intacto]] φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα <i>IGR</i> 4.661.17 (Acmonia I d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[no expuesto a ataques]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[imposible]] ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes</i> Plu.<i>Caes</i>.25. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no ha sido intentado]] τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas</i> Plu.2.1075d<br /><b class="num">•</b>[[inalterado]], [[intacto]] φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα <i>IGR</i> 4.661.17 (Acmonia I d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[no expuesto a ataques]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[imposible]] ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes</i> Plu.<i>Caes</i>.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνεπιχείρητος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει [[κάποιος]], [[ακατόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει επιχειρηθεί<br /><b>2.</b> [[απρόσβλητος]], [[ακαταμάχητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unassailable, Plu.Caes.25; = ἀνεπιβούλευτος, Hsch. 2 unattempted, Plu.2.1075d.
German (Pape)
[Seite 225] nicht anzugreifen, nicht zu überwältigen, Plut. Cleom. 3; adv. Stoic. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιχείρητος: -ον, ἀπρόσβλητος, ἀπροσμάχητος, Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non entrepris;
2 inattaquable.
Étymologie: ἀ, ἐπιχειρέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha sido intentado τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas Plu.2.1075d
•inalterado, intacto φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα IGR 4.661.17 (Acmonia I d.C.)
•no expuesto a ataques Hsch.
2 imposible ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes Plu.Caes.25.
Greek Monolingual
ἀνεπιχείρητος, -ον (AM)
μσν.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, ακατόρθωτος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει επιχειρηθεί
2. απρόσβλητος, ακαταμάχητος.