ἀναπυνθάνομαι: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(Bailly1_1) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[ἀναπεύσομαι]], <i>ao.2</i> ἀνεπυθόμην;<br />s’informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s’informer de celui qui a fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πυνθάνομαι]]. | |btext=<i>f.</i> [[ἀναπεύσομαι]], <i>ao.2</i> ἀνεπυθόμην;<br />s’informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s’informer de celui qui a fait.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πυνθάνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναπυνθάνομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] με [[επιμέλεια]], [[ερευνώ]], [[ρωτώ]]<br /><b>2.</b> πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] ρωτώντας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πυνθάνομαι]] «πληροφορούμαι».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάπευσις]], [[ανάπυστος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A inquire closely into, τὰς πάτρας αὐτῶν ἀνεπύθετο Hdt.6.128; ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα Id.8.90; ἀναπυθώμεθα τούσδε τίνες ποτὲ καὶ πόθεν ἔμολον Ar.Av.403. 2 abs., ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω discover by inquiry, Hdt.5.57; also, learn by inquiry, ἀ. ταῦτα πραττόμενα X.An.5.7.1 codd.; ἀ. περί τινος Pl.Hp.Mi.363b; ἀ. τί τινος ask of a person, Ar.Pax 693.
German (Pape)
[Seite 204] (s. πυνθάνομαι), ausforschen, erkunden, Her. 5, 57; τινός, aus Jemandem herausfragen, Ar. Pax 676; ταῦτα πραττόμενα, daß etwas betrieben wird, erfahren, Xen. An. 5, 7, 1; παρά τινός τι, Ath. I, 2 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι Δημ.: ἐξετάζω ἐπιμελῶς, ἀνερευνῶ, τὰς πάτρας τε αὐτῶν ἀνεπύθετο Ἡρόδ. 6. 128· ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα ὁ αὐτ. 8. 90· ἀναπυθώμεθα τούςδε, τίνες ποτέ, καὶ πόθεν ἔμολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 403. 2) ἀνερωτῶ, ἀνερευνῶ, ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω Ἡρόδ. 5. 57· πληροφοροῦμαι, μανθάνω, ταῦτα οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο Ξεν. Ἀν. 5. 7, 1· ἀν περί τινος Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 363Β· ἀν. τί τινος, ἐρωτῶ τινα, μανθάνω παρ’ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 693.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναπεύσομαι, ao.2 ἀνεπυθόμην;
s’informer de : τὸν ποιήσαντα HDT s’informer de celui qui a fait.
Étymologie: ἀνά, πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
ἀναπυνθάνομαι (Α)
1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι».
ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος].